Ὄλυνθον

Ὄλυνθον
Ὄλυνθος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὄλυνθον — ὄλυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπλόθος — ο άγουρο σύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *ὠμ όλυνθον < ὠμός + ὄλυνθος «σύκο»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκκομίζω — Α 1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.) 2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῑνα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”